Βρόχευες το μνήμα μου ολημερίς νερό κι αλάτι.
Πότιζες τους γόνους μου με το βροχής κι αγέρα δάκρυ.
Στα σκαλοπάτια τής μάταιης προσπάθειας διψούσα,
κι άγριος ο Ήλιος για δίχως βλέφαρα, σαπίζει τη ματιά.
Μονάχα συ 'σαι τ' όμορφο, στεκάμενη από πάνω μου, με τόσα άνθη αγκαλιά.
Θέλησα να σου το πω, αλλά με στόμα ραμμένο απ' το χώμα, μακάρι και να μιλούσα...
Να σε κρατήσω, να σ' αγγίξω ήθελα, απάνω μου να σε φορέσω,
απ' τους για μένα θρήνους σου να σε αρπάξω και να ντυθούμε στ' άσπρα.
Μα είμαι αιθέριος, Μούσα μου, ασώματος και άδειος από σάρκα.
Τα χέρια να σηκώσω δεν μπορώ, πόσο μάλλον να χορέψω.
Κι ύστερα, χάθηκες, σ' έχασα, μα είχα κι ένα βάρος πια να θρέψω.
Τόσο νέα κι όμορφη, το ακριβότερο συναίσθημα για μένα μη χαλάσεις,
θέριεψέ το, άσε κι άλλο πλοίο στο λιμάνι σου ν' αράξει.
Ας κουβαλώ το σέβας τού νεκρού, δε θα σου το απαγορεύσω.
Μα τώρα πια, πρέπει χρόνια να 'χουν ξορκιστεί απ' την κλεψύδρα,
κι εδώ, στον κόσμο των ψυχών, σ' όλους μιλώ για σένα.
Που νιώθω την κάθε σου πνοή κι απ' έρωτα σπασμένη φλέβα,
και δε σου κρύβω πως γνώση της ευχής μου δεν κατείχα.
Και τώρα, ποιος να 'ναι αυτός που σε θαυμάζει γυμνή;
Ποιος είν' αυτός που σου ψιθυρίζει πως ποτέ δε θα πεθάνετε;
Ποιος είν' αυτός που σε ποτίζει Ιχώρ και Γη;
Που στα όνειρά του με Το δικαίωμα σε γεύεται κι εκφράζεται;
Σκάλισε το όνομά σου εκεί που εγώ σε βάφτισα.
Βαφτίστηκα εκεί που τ' όνομά μου ξεχάστηκε...